Dictionary of Greek. 2013.
ευχίον — εὐχίον, τὸ (Α) [ευχή] επιγρ. (υποκορ. τού ευχή) ευχούλα … Dictionary of Greek
ευχίτσα — η (Μ εὐχίτσα) [ευχή] (υποκορ. τού ευχή) ευχούλα … Dictionary of Greek